μοιράζομαι
[miˈrazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- teilen (με mit)μοιράζομαι σπίτι, χρήματαuntereinander aufteilenμοιράζομαι σπίτι, χρήματαμοιράζομαι σπίτι, χρήματα