„Μογγολικά“: πληθυντικός ουδετέρου Μογγολικά [moŋgoliˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mongolisch Mongolischουδέτερο | Neutrum, sächlich n Μογγολικά Μογγολικά