Μοίρα
[ˈmira]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schicksalsgöttinθηλυκό | Femininum, weiblich fΜοίραΜοίρα
examples
- Μοίρεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplMoirenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl