„μνησίκακος“ μνησίκακος [mniˈsikakos], μνησίκακη, μνησίκακοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nachtragend nachtragend μνησίκακος μνησίκακος