„μνημονεύω“: μεταβατικό ρήμα μνημονεύω [mnimoˈnevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα/-ευσα; -εύτηκα; -ευμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erwähnen, gedenken erwähnen μνημονεύω αναφέρω μνημονεύω αναφέρω gedenken (αιτιατική | Akkusativakk /γενική | Genitiv gen) μνημονεύω τιμώ μνημονεύω τιμώ