„μνημείο“: ουδέτερο μνημείο [mniˈmio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Monument, Denkmal Monumentουδέτερο | Neutrum, sächlich n μνημείο Denkmalουδέτερο | Neutrum, sächlich n μνημείο μνημείο examples μνημείο του Ολοκαυτώματος Holocaustdenkmalουδέτερο | Neutrum, sächlich n μνημείο του Ολοκαυτώματος