„μισόγυμνος“ μισόγυμνος [miˈsojimnos], μισόγυμνη, μισόγυμνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) halb nackt halb nackt μισόγυμνος μισόγυμνος