„μισθώνω“: μεταβατικό ρήμα μισθώνω [misˈθono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) pachten, mieten, einstellen pachten, mieten μισθώνω μισθώνω einstellen μισθώνω εργάτη μισθώνω εργάτη