μισθωτήριο
[misθoˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Pachtvertragαρσενικό | Maskulinum, männlich mμισθωτήριοMietvertragαρσενικό | Maskulinum, männlich mμισθωτήριομισθωτήριο