μισθοδοσία
[misθoðoˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gehaltszahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fμισθοδοσίαLohnzahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fμισθοδοσίαμισθοδοσία