„μισαλλόδοξος“ μισαλλόδοξος [misaˈloðoksos], μισαλλόδοξη, μισαλλόδοξοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) intolerant, bigott intolerant, bigott μισαλλόδοξος μισαλλόδοξος