„μιμητής“: αρσενικό μιμητής [mimiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, μιμήτρια [miˈmitria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nachahmer Nachahmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f μιμητής μιμητής