„μιλιταρισμός“: αρσενικό μιλιταρισμός [militarizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Militarismus Militarismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m μιλιταρισμός μιλιταρισμός