„μιλανέζικος“ μιλανέζικος [milaˈnezikos], μιλανέζικη, μιλανέζικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mailändisch mailändisch μιλανέζικος μιλανέζικος