„μικρόκοσμος“: αρσενικό μικρόκοσμος [miˈkrokozmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mikrokosmos Mikrokosmosαρσενικό | Maskulinum, männlich m μικρόκοσμος μικρόκοσμος