„μικροτσίπ“: ουδέτερο μικροτσίπ [mikroˈtsip]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mikrochip Mikrochipαρσενικό | Maskulinum, männlich m μικροτσίπ μικροτσίπ