„μικροκύμα“: ουδέτερο μικροκύμα [mikroˈkjima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mikrowelle Mikrowelleθηλυκό | Femininum, weiblich f μικροκύμα μικροκύμα