„μικροδουλειά“: θηλυκό μικροδουλειά [mikroðuˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kleinigkeit Kleinigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f μικροδουλειά μικροδουλειά