„μικρανεψιός“: αρσενικό μικρανεψιός [mikraneˈpsjos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Großneffe Großneffeαρσενικό | Maskulinum, männlich m μικρανεψιός μικρανεψιός