„μιγάδας“: αρσενικό μιγάδας [miˈɣaðas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mischling Mischlingαρσενικό | Maskulinum, männlich m μιγάδας μιγάδας