„μηχανουργείο“: ουδέτερο μηχανουργείο [mixanurˈjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Maschinenfabrik Maschinenfabrikθηλυκό | Femininum, weiblich f μηχανουργείο μηχανουργείο