μηνιάτικο
[miˈɲatiko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Monatslohnαρσενικό | Maskulinum, männlich mμηνιάτικο μηνιαίος μισθόςμηνιάτικο μηνιαίος μισθός
- Monatsmieteθηλυκό | Femininum, weiblich fμηνιάτικο νοίκιμηνιάτικο νοίκι