μηνίσκος
[miˈniskos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mondsichelθηλυκό | Femininum, weiblich fμηνίσκοςμηνίσκος
- Meniskusαρσενικό | Maskulinum, männlich mμηνίσκος ανατομία | Anatomieανατμηνίσκος ανατομία | Anatomieανατ