„μηδενικό“: ουδέτερο μηδενικό [miðeniˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Null Nullθηλυκό | Femininum, weiblich f μηδενικό αποτυχημένος μηδενικό αποτυχημένος