„μετρονόμος“: αρσενικό μετρονόμος [metroˈnomos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Metronom Metronomουδέτερο | Neutrum, sächlich n μετρονόμος μουσ μετρονόμος μουσ