„μετριότητα“: θηλυκό μετριότητα [metriˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mittelmäßigkeit Mittelmäßigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f μετριότητα μετριότητα