„μετοχή“: θηλυκό μετοχή [metoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aktie, Partizip Aktieθηλυκό | Femininum, weiblich f μετοχή οικονομία | Wirtschaftοικον μετοχή οικονομία | Wirtschaftοικον Partizipουδέτερο | Neutrum, sächlich n μετοχή γραμματική | Grammatikγραμμ μετοχή γραμματική | Grammatikγραμμ