„μετεκπαιδεύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα μετεκπαιδεύομαι [metekpeˈðevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich fortbilden sich fortbilden μετεκπαιδεύομαι μετεκπαιδεύομαι