„μεταφυσικός“ μεταφυσικός [metafisiˈkos], μεταφυσική, μεταφυσικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) metaphysisch metaphysisch μεταφυσικός μεταφυσικός