„μεταφορές“: πληθυντικός θηλυκού μεταφορές [metafoˈres]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Transportwesen Transportwesenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μεταφορές μεταφορές