„μετατροπέας“: αρσενικό μετατροπέας [metatroˈpeas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Konverter Konverterαρσενικό | Maskulinum, männlich m μετατροπέας μετατροπέας