μετασχηματισμός
[metasçimatizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Umformungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετασχηματισμόςUmbildungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετασχηματισμόςμετασχηματισμός
- Transformationθηλυκό | Femininum, weiblich fμετασχηματισμός ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρμετασχηματισμός ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ