μεταρρυθμίζω
[metariθˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- reformierenμεταρρυθμίζω σύστημα, σχέδιο νόμουμεταρρυθμίζω σύστημα, σχέδιο νόμου
- umgestaltenμεταρρυθμίζω επίπλωσημεταρρυθμίζω επίπλωση