μεταπώληση
[metaˈpolisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Weiterverkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεταπώλησημεταπώληση
examples
- απαγορεύεται η μεταπώλησηnicht zum Weiterverkauf