μεταμορφώνομαι
[metamorˈfonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich verwandeln (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)μεταμορφώνομαιμεταμορφώνομαι
Thank you for your feedback!