„μεταμοντέρνος“ μεταμοντέρνος [metamoˈdernos], μεταμοντέρνα, μεταμοντέρνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) postmodern postmodern μεταμοντέρνος μεταμοντέρνος