μεταδίδομαι
[metaˈðiðome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich übertragenμεταδίδομαι ασθένειαμεταδίδομαι ασθένεια
- ausgestrahlt werdenμεταδίδομαι στην τηλεόρασημεταδίδομαι στην τηλεόραση
- sich verbreitenμεταδίδομαι δόγμα, θρησκείαμεταδίδομαι δόγμα, θρησκεία
- vermittelt werdenμεταδίδομαι γνώσειςμεταδίδομαι γνώσεις