„μεταβλητή“: θηλυκό μεταβλητή [metavliˈti]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Variable Variableθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταβλητή μαθηματικά | Mathematikμαθ μεταβλητή μαθηματικά | Mathematikμαθ