μεταβατικός
[metavatiˈkos], μεταβατική, μεταβατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vorübergehend, Übergangs-μεταβατικός λύση, απόφασημεταβατικός λύση, απόφαση
- transitivμεταβατικός γραμματική | Grammatikγραμμμεταβατικός γραμματική | Grammatikγραμμ
examples
- μεταβατική κυβέρνησηθηλυκό | Femininum, weiblich fÜbergangsregierungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μεταβατική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich fÜbergangsphaseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μεταβατική ρύθμισηθηλυκό | Femininum, weiblich fÜbergangsregelungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples