μεταβίβαση
[metaˈvivasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beförderungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταβίβαση μεταφοράμεταβίβαση μεταφορά
- Übertragungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταβίβαση δικαιώματοςμεταβίβαση δικαιώματος
- Übermittlungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταβίβαση μηνύματοςμεταβίβαση μηνύματος
- Weitergabeθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταβίβαση παραδόσεωνμεταβίβαση παραδόσεων
examples
- μεταβίβαση τονισμούAkzentverschiebungθηλυκό | Femininum, weiblich f