„μετέωρος“ μετέωρος [meˈteoros], μετέωρη, μετέωροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schwebend, in der Schwebe schwebend, in der Schwebe μετέωρος μετέωρος