„μεσάνυχτα“: πληθυντικός ουδετέρου μεσάνυχτα [meˈsanixta]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mitternacht Mitternachtθηλυκό | Femininum, weiblich f μεσάνυχτα μεσάνυχτα examples τα μεσάνυχτα um Mitternacht τα μεσάνυχτα