μερίδιο
[meˈriðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anteilαρσενικό | Maskulinum, männlich mμερίδιομερίδιο
examples
- μερίδιο επιχείρησηςGeschäftsanteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μερίδιο ευθύνηςMitverantwortungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μερίδιο κέρδουςGewinnanteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m