„μελλόνυμφος“: αρσενικό μελλόνυμφος [meˈlonimfos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zukünftiger Zukünftigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m μελλόνυμφος μελλόνυμφος