„μελλοθάνατη“: θηλυκό μελλοθάνατη [meloˈθanati]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Todeskandidatin Todeskandidatinθηλυκό | Femininum, weiblich f μελλοθάνατη μελλοθάνατη