μελισσοκόμος
[melisoˈkomos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Imkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fμελισσοκόμοςBienenzüchterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fμελισσοκόμοςμελισσοκόμος