„μελισσοβότανο“: ουδέτερο μελισσοβότανο [melisoˈvotano]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Melisse Melisseθηλυκό | Femininum, weiblich f μελισσοβότανο μελισσοβότανο