„μελανώνω“: μεταβατικό ρήμα μελανώνω [melaˈnono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einfärben einfärben μελανώνω τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ μελανώνω τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ