μεθώ
[meˈθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -υσα; -υσμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μεθώ προκαλώ μέθη
- berauschenμεθώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμεθώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
μεθώ
[meˈθo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -υσα; -υσμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)