μεθύλιο
[meˈθilio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Methylουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεθύλιομεθύλιο
examples
- μεθυλική αλκοόληθηλυκό | Femininum, weiblich fMethylalkoholαρσενικό | Maskulinum, männlich m